- έμφρων
- -ον (AM ἔμφρων, -ον)φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες»)αρχ.1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί» — όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.)2. αυτός που προέρχεται από λογική σκέψη, από φρόνηση3. ιατρ. αυτός που συνέρχεται από λιποθυμία ή λήθαργο (σε αντίθεση με τον νεκρό)4. ξύπνιος (σε αντίθεση με τον κοιμισμένο)5. λογικός, μετρημένος («περὶ τὴν ἀργυρίου κτῆσιν ἔμφρων», Δίων Χρυσ.)6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφρονη σύνεση.επίρρ...εμφρόνωςσυνετά, φρόνιμα, λογικά.
Dictionary of Greek. 2013.